φων

φων
Υποκειμενική μονάδα μέτρησης της έντασης των ακουστικών αισθημάτων. Γίνεται δεκτό συμβατικά ότι ένας ήχος ή θόρυβος προκαλεί αίσθηση στάθμης ενός φ., όταν η αίσθηση αυτή είναι ίση με εκείνη που προκαλεί ένας καθαρός ήχος 1.000 Hz, ηχητικής στάθμης ενός ντεσιμπέλ. Πρόκειται για μια κατά προσέγγιση, μόνο, συνθήκη, εφόσον ήχοι της ίδιας έντασης, αλλά διαφορετικής συχνότητας, προκαλούν αισθήσεις διαφορετικής έντασης.
* * *
το, Ν
άκλ. μετρολ. άλλη γραφή τής μονάδας φον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τυφῶν — τῡφῶν , Τυφώς Typhoëus masc gen pl (attic epic ionic) τύφη reed mace fem gen pl τῡφῶν , τυφόω delude pres part act masc voc sg (doric aeolic) τῡφῶν , τυφόω delude pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) τῡφῶν , τυφόω delude pres part …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφῶν — δῑφῶν , διφάω search after pres part act masc voc sg δῑφῶν , διφάω search after pres part act neut nom/voc/acc sg δῑφῶν , διφάω search after pres part act masc nom sg (attic epic ionic) δῑφῶν , διφάω search after pres part act masc nom sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύφων — τύ̱φων , τύφω raise a smoke pres part act masc nom sg τύ̱φων , τῦφος frigidae febres masc gen pl τύ̱φων , τυφόω delude imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) τύ̱φων , τυφόω delude imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεβοδιφῶν — ἐρεβοδῑφῶν , ἐρεβοδιφάω grope about in Erebos pres part act masc voc sg ἐρεβοδῑφῶν , ἐρεβοδιφάω grope about in Erebos pres part act neut nom/voc/acc sg ἐρεβοδῑφῶν , ἐρεβοδιφάω grope about in Erebos pres part act masc nom sg (attic epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

  • κυφῶν — κῡφῶν , κῦφος hump neut gen pl (attic epic doric) κῡφῶν , κυφός bent forwards fem gen pl κῡφῶν , κυφός bent forwards masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Калька — (франц. calque копия ) Слово, лексическое значение или фразеологизм, возникшие путем буквального перевода иноязычной языковой единицы. Словообразовательная калька поморфемный перевод иноязычного слова (благ() звуч ие ← греч. εὐ φων ία: εὐ хороший …   Справочник по этимологии и исторической лексикологии

  • Словообразовательная калька — поморфемный перевод иноязычного слова (благ() звуч ие ← греч. εὐ φων ία: εὐ хороший , φων голос, звук , ία суффикс абстрактного существительного; за кон(ый) ← нем. gesetz mäss ig: Gezetz закон , Mass мера …   Справочник по этимологии и исторической лексикологии

  • αιτιατική πτώση — Η πτώση που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο κατευθύνεται η ενέργεια του υποκειμένου. Τη μεταχειριζόμαστε όταν απαντούμε στην ερώτηση «ποιον;» ή «τι;». Π.χ. «Ποιον θέλεις;» «Τον Κώστα» ή «Τι ξέχασες;» «Τον αναπτήρα μου». Η α.π. έχει… …   Dictionary of Greek

  • κούφων — κού̱φων , κοῦφος light fem gen pl κού̱φων , κοῦφος light masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”